- λειμματιαίος
- λειμματιαῑος, -αία, -ον (Α)(στη μουσ.) αυτός που έχει σχέση με το λείμμα, τη μικρότερη μουσική υποδιαίρεση ή μονάδα τών μουσικών τόνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖμμα, -ατος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαίος, ωρ-ιαίος)].
Dictionary of Greek. 2013.